Έπεσε αστραπόβροντο με τούτο τον χορό
εδώ τελειώνει ο θάνατος και όλο το κακό
οι βράχοι ψιθυρίζουνε ένα παλιό τραγούδι
ο ουρανός ζεστάθηκε φύτρωσε το λουλούδι.
Η σκόνη που πασπάλιζε τη σκοτεινή ψυχή
τινάχθηκε και χάθηκε σε μια μόνο στιγμή
οι άγγελοι κρεμάσανε μικρό λευκό σεντόνι
και το καντήλι άδειασε τελειώνει το καψόνι.
Οι αγκώνες κρατηθήκανε και οι ώμοι αγκαλιά
τα πόδια ξεδιπλώθηκαν πατήσανε γερά
τα πάθη τσαλακώθηκαν τρύπησαν σαν ψυγείο
του πάγου που έλιωσε το υγρό έπνιξε το θηρίο.
Η κόρη σέρνει τον χορό στην άκρη του γκρεμού
παλιό τραγούδι άναψε το φως του φεγγαριού
πάνω σε αυτόν τον χαλασμό οι ζωηροί φλογίζουν
του κόσμου οι απόκληροι τα τέκνα τους βαπτίζουν.
Έπεσε αστραπόβροντο με τούτο τον χορό
εδώ τελειώνει ο θάνατος σε ένα ψηλό βουνό
το ξέρουν οι ανυπότακτοι το λεν τα καριοφίλια
όσοι δεν το κατάλαβαν κοιτούν από τη γρίλια.
Tα δάχτυλά τεντώνονται στ’ αυλάκια του βιολιού
η συγχορδία ξεγλιστρά σαγήνεψε τον νου
του κόσμου όλου οι μουσικές φτάνουν στον Παρθενώνα
και απ' εκεί οι σταυραετοί τραγούδι ως τη Γκιώνα.
Με υγρά εννέα όγδοα τα χείλη ξεδιψούν
ενώ οι φωτιές που φάνηκαν σε δρόμους οδηγούν
ο χάρος το καπέλο του βγάζει μες την ευλάβεια
από το μεσοπέλαγο σφυρίζουν τα καράβια.
Η κόρη σέρνει τον χορό στην άκρη του γκρεμού
το φόρεμα της κόκκινο απ' το αίμα του Χριστού
που αναβλύζει απ’ την πληγή ανάμεσα στα στήθη
και δεν αφήνει τα όνειρα να σβήσουνε στη λήθη.
- Στείλε ΣχόλιοΚάτω ο πόλεμος μου λες και ζήτω η ειρήνη
μα ψάχνεις για στρατόπεδο κι οπλίζεσαι αστακός
έτοιμη να επιτεθείς γεμάτη αδρεναλίνη
σαν Καρχηδόνιος στρατηγός προ των πυλών εχθρός.
Οι πλούσιοι κάνουν πόλεμο και οι φτωχοί πεθαίνουν
έτσι κι εγώ λιμοκτονώ απ' τον αποκλεισμό
αυτόν που μου επέβαλες με μάτια που σκληραίνουν
και που εκστασιάζονται απ' τον σωβινισμό.
Σαν τις θρησκείες είσαι κι εσύ που ισχυρίζονται ότι
ο πόλεμος πράγμα κακό αλλά δεν το εννοούν
έτσι και σε τα λόγια σου μοιάζουν με του δεσπότη
με το "οφθαλμό αντί οφθαλμού" τη σύγκρουση ευλογούν.
Αν προς τη δύση λεηλατείς είσαι η βαρβαρότης
ενώ προς την ανατολή είσαι ελευθερωτής
για μένα αυτή η λογική είναι σκέτη αστειότης
ποτέ δεν με συγκίνησε κανένας λυτρωτής.
Κάτω ο πόλεμος μου λες και ζήτω η ειρήνη
μα ψάχνεις για στρατόπεδο κι οπλίζεσαι διαρκώς
τον εισβολέα κυνηγάς δηλώνεις εν αμύνη
αλλά επίτηδες ξεχνάς ότι δουλεύει αλλιώς.
Στη ζωή μου ένα έμαθα κι αν θες κατάλαβέ το
το χρήμα φέρνει τον πόλεμο και όλο το κακό
και αποτελεί ψευδαίσθηση κι είναι αστείο σκέτο
ότι τα πάντα ενορχηστρώνονται από έναν μανιακό.
Καμιά δεν θέλω εμπλοκή στης μάχης το πεδίο
στον πόλεμο τον άδικο που εσύ υπηρετείς
όλη τη μέρα εργάζεσαι σε τούτο χαλκείο
και θες κι εγώ να στρατευθώ με έναν απ' τους σφαγείς.
Εγώ δεν είμαι ουδέτερος όπως ψευδώς διαδίδεις
δίνω κι εγώ τη μάχη μου και μ' όπλο αν χρειαστεί
στην καρδιά έχω την πατρίδα μου που θες να αποφύγεις
αλλά μόνο εκεί θα εδραιωθεί ειρήνη αληθινή.
Γιατί απ' την πατρίδα μου η αιτία θα εκλείπει
αυτή που τους πολέμαρχους κάθε λίγο ανακαλεί
του πλούτου ο εγωισμός σε τούτον τον πλανήτη
που δεν πρόκειται με τίποτα να ικανοποιηθεί.
Σε σημαδεύουν οι πληγές της μάχης που αποφεύγεις
ποτέ σου δεν την έδωσες κι αιωρείσαι στο κενό
την ταραχή σου τη βουβή μονίμως αναδεύεις
έχασες τον ορίζοντα και μπλέχτηκες σε ιστό.
Αγκάθι τριαντάφυλλο στο ίδιο το κλωνάρι
έξω βροχή και σπαραγμός κι ήλιου αναμονή
γιατί πετάνε τα πουλιά φυτρώνει το βλαστάρι
ποτέ σου δεν κατάλαβες στο σάβανο βουβή.
Σκιές τα χέρια κρύβουνε τα μάτια που δακρύσαν
μπροστά στη Νέα Βηθλεέμ στέκονται οι πληγές
η αγάπη είναι ο φόβος σου που οι σκέψεις διαχύσαν
την άκρη ψάχνουν για να βρουν οι χαμένοι ποιητές.
Σε κόσμο ανακυκλώσιμο κατάσταση παρθένα
έτσι τα φέρνει ο καιρός κι η αδάμαστη ζωή
το έλεος καιόμενο ξυπνάει κοιμισμένα
όνειρα που ξεχάστηκαν στο δρόμου τη στροφή.
Αν η καρδιά σκεφτότανε τότε θα σταματούσε
μπροστά στον πόνο τον φριχτό τον βασανιστικό
του λυτρωμού το αίσθημα για πάντα θα αγνοούσε
και του καπρίτσιου τον γλυκό αντιπερισπασμό.
Ήρθες απ' άλλη εποχή
με το απλό το φόρεμά σου
της ιστορίας εκδοχή
εκπέμπει η λαμπερή ματιά σου.
Δράκοι και μάγοι να περνούν
ξιφομαχίες στα μπαλκόνια
άγρια κορίτσια στα αλώνια
τον άνεμο να αγαπούν.
Ανεμοστρόβιλοι κρατούν
θροΐζουν και χτυπούν τα φύλλα
είναι δεν είναι έτη χίλια
που τα φεγγάρια καρτερούν.
Θέλουν να στρέψουνε το φως
κάτω απ' το συνηθισμένο
το βρώμικο το σκονισμένο
μες της ψυχής σου το βυθό.
Ήρθες απ' άλλη εποχή
μ' αυτή τη μαγική φωνή σου
τόσο απαλή ευγενική
βαστάει τον χρόνο η στιγμή σου.
Κι εγώ μονάχος να κοιτώ
τα καστανά ίσια μαλλιά σου
ασύλληπτη η ομορφιά σου
γύρω απ' τον άσπρο σου λαιμό.
Κακοί και πονηροί καιροί μια πλύση εγκεφάλου
μπαγιάτεψαν οι ιαχές περαστικής οργής
πόλη γεμάτη φύλακες με ζήλο υπερβάλλων
πεδίο μάχης αόρατης και μιας φριχτής σιωπής.
Η λύσσα εξαπλώνεται και τρώει ανθρώπων σάρκες
το αντίδοτο το βρήκαμε μα στοίχησε πολλά
ψέματα ειπωθήκανε παράλληλες φενάκες
η εντολή πασίγνωστη πουλήστε ακριβά.
Οι ήρωες ξεχάστηκαν ζήτω οι ιδιοκτήτες
που άπλωσαν τον δίσκο τους και πρόσφεραν ποτά
πάντα με το αζημίωτο του φόβου οι μεσίτες
τον νόμο επικαλέστηκαν την όλη γρουσουζιά.
Μαύρη πανούκλα έπεσε τα κύματα καλπάζουν
και μια μωβ παλίρροια με σιγανή φωνή
στους γλάρους ανακοίνωσε που πάνω της φωλιάζουν
ότι το μέλλον φάνηκε σε άτυχη στιγμή.
Με δυο σμίλες μυτερές τον βράχο ροκανίζουν
παμπάλαιοι πολεμιστές με γκριζωπά μαλλιά
ως μάρτυρες αυτήκοοι το παρελθόν σκαλίζουν
του βράχου ψάχνουν τον σφυγμό σ' απόμερη γωνιά.
Ίδιος πάντα ο πόλεμος και η πολιορκία
καπεταναίοι δίκαιοι θα κατατροπωθούν
μα κάτι στο χώμα έμεινε πόρνη η ιστορία
θ' ανθίσουν τριαντάφυλλα που θα εκδικηθούν.
Το ομορφότερο πέρασμα είναι τα μάτια σου
από τον θάνατο προς τη ζωή φυλάνε το στενό
και απαλά φωτίζουνε την άβυσσο τα βράδια σου
όταν κοντεύουμε να φτάσουμε τον Μαύρο Χείμαρρο.
Από εκεί ξεχύθηκε μια θύμηση επίμονη
αντί για λόγια ακούστηκαν αφόρητες σιωπές
και συ κρατούσες τη μνήμη σου πάντοτε ξεκλείδωτη
μέσα στο αύριο να χωθούν δραπέτες απ’ το χθες.
Το ομορφότερο πέρασμα είναι τα μάτια σου
ένα ταξίδι στο άδυτο χαμένου οιωνού
πως μπερδευτήκανε έτσι τα σύνορα στα χνάρια σου
το φεγγάρι να χάνεται στη μέση του ωκεανού.
Η αθωότητα έφραξε της λήθης τον γυρισμό
τα σφραγισμένα όνειρα θα ελευθερωθούν ξανά
κι ανέβηκε το βλέμμα σου ψηλά σε ένα βουνό
μια μελωδία ακούστηκε από το πουθενά.
Ιδέα παραληρηματική
του χρόνου η αργοπορία
όταν σε βλέπω το πρωί
να φεύγεις βιαστική
μια κίνηση ακαθόριστη
εξέλιξη ευθεία
περνούν τα δευτερόλεπτα
αθόρυβη ριπή.
Σπρώχνεις τον χρόνο προς τα μπρος
είσαι κλεψύδρας άμμος
και όταν μένω μόνος μου
αλλάζει το βιολί
οι λεπτοδείκτες σταματούν
γίνεται ο χρόνος άλλος
κλωθογυρίζει γύρω μου
το λένε "διαστολή".
Μια σιωπηλή παράνοια
βιώνει το μυαλό μου
μαζί σου ζω το όνειρο
που είναι της στιγμής
και όταν φεύγεις μακριά
μες το μνημονικό μου
αιώνες επιστρέφουνε
κρυφής αναμονής.
Του χρόνου παιχνιδίσματα
τρελαίνουν τα ρολόγια
η παρουσία σου το φως
δεσμεύει την αυγή
μεσημέρι και μεσάνυχτα
κομμένα δρομολόγια
είναι η αιθέρια σου μορφή
λεπίδα κοφτερή.
Είσαι ένα ρεύμα ισχυρό
στον ποταμό του χρόνου
μια φευγαλέα κίνηση
σαν το νερό κυλάς
δεν έχω κάπου να πιαστώ
μια άκρια του χωροχρόνου
να σταματήσω τη ροή
κι όλο μου ξεγλιστράς.
Τρεις δυναστείες ζήσαμε σε τόπο ρυπαρό
κρυμμένοι αρχιτέκτονες δαιμόνιοι ακροβάτες
ζητάνε εξιλέωση στου Ηρώδη τον Ναό
και τις στιγμές μας σφάζουνε με αίσχη και απάτες.
Το βρέφος επικήρυξαν πριν κλάμα ακουστεί
έμμονη ιδέα τους έγινε ένα όνομα ξεχασμένο
μια προφητεία τους στοίχειωνε βγάλανε διαταγή
απρόσμενη όμως η ζωή φουντώνει το σβησμένο.
Το άστρο έμεινε κρυφό την αποφράδα νύχτα
χαθήκανε στο πέλαγο παιδιά αλλά και μανάδες
μα βγήκε στο παράθυρο χαιρέτησε η Εβίτα
θαμμένες συνεχίσανε τον δρόμο οι Τρωάδες.
Όλον αυτόν τον σπαραγμό κάποιος βαθιά ακούει
δεν χάνεται ο αναστεναγμός, τα εξαντλημένα χέρια
σκάβουν στο μισοσκόταδο ο πόθος κρυφακούει
δεν έχουνε επιστροφή του μέλλοντος τα ασκέρια.
Επτά αιώνες περάσαμε σε έρημο πλατιά
τίποτα δεν γνωρίζαμε για τον προορισμό μας
κρατήσαμε τον φόβο μας κρυμμένο για μετά
τις φουσκωμένες θάλασσες φέρνουμε στο μυαλό μας.
Αγώνα δρόμου δίνουμε με άτιμα δεσμά
προαίσθημα εξολόθρευσης κυριεύει την ψυχή μας
μα μια κόκκινη χροιά νικάει τη σκουριά
κι ας είναι όλο το βίωμα πέρα από τη λογική μας.
Μες στου μυαλού μου την εικόνα
υψώνεται ένας Γολγοθάς
ένας ατρόμητος τυφώνας
στο μέσο της κακοτοπιάς.
Γι' αυτόν τον ζόφο σου μιλάω
του πένθους το αναπόφευκτο
και την εικόνα ακουμπάω
στου κόσμου σου το κάτοπτρο.
Κρατάς στο χέρι σου ένα δόρυ
μες την καρδιά σου το βουτάς
και στην εικόνα ρίχνεις μύρο
εαρινής μοσχοβολιάς
Με αίμα γράφεις στη λεζάντα
"Omnia vincit amor"
Ο έρωτας νικάει τα πάντα
θάνατο και ξεριζωμό.
Σε μια πόλη κακοχτισμένη και θολή
κάποιοι μας πιάσανε στον βαθύ τον ύπνο
λέξεις πετάξανε στον ωκεανό
να μένει αβάπτιστο ένα έγκλημα στυγνό
που το διαπράξανε με της καρδιάς τον χτύπο
Χαμένες λέξεις
ψάχνουν να βρουν προορισμό
σαν ταξιδιώτες που χαθήκαν στην πορεία
οι δουλευτές λησμονήσαν τον χρησμό
μα δεν τελείωσε ακόμα η ιστορία.
Πιάνεις το χέρι ν'ακουμπήσεις τον σφυγμό
συνέννοχους μας κάναν σε δολοφονία
κρύψανε λόγια σ΄ένα γράμμα μυστικό
αποκοιμίσαν έως και το θυμό
που κρυβόταν στης καρδιάς μας την αντλία.
Χαμένες λέξεις
περιγράφουν τους σεισμούς
μεγάλους δρόμους που θα ξεχειλίσουν
όλοι αυτοί που σπείραν ανέμους δυνατούς
τι θύελλές τους μια μέρα θα θερίσουν.
Βάφτηκαν τοίχοι με το γκρίζο το θολό
σβηστήκαν πόθοι και ακλόνητα πιστεύω
μα έμεινε στάμπα σ΄ ένα ξύλινο ρολό
να σκεπάζει ένα παράθυρο μονό
απ' όπου τη ροή του χρόνου επαληθέυω
Χαμένες λέξεις
ψάχνουν να βρουν προορισμό
σαν ταξιδιώτες που χαθήκαν στην πορεία
οι δουλευτές λησμονήσαν τον χρησμό
μα δεν τελείωσε ακόμα η ιστορία.