Ο έχων τον έρωτα μέμηνε.
Όποιος ερωτεύεται, τρελαίνεται. Σοφοκλής, από την "Αντιγόνη".
07 Απριλίου 2012, 09:00
Μνήμες και προβληματισμοί από την ηρωική έξοδο του Μεσολογγίου


Σήμερα ανήμερα με την πρώτη ανάσταση, του Λαζάρου δηλαδή, έγινε η ηρωική έξοδος του Μεσολογγίου. Δεν χρειάζεται πολύ φιλοσοφία για να συγκρίνει κανείς το φρόνημα του λαού τότε και τώρα. Τότε απροσκύνητοι, τώρα προσκυνημένοι. Όχι όλοι, αλλά δυστυχώς οι περισσότεροι. Προσκυνημένοι και υποτελείς αυτού του δήθεν προοδευτικού πνεύματος, που σκοπό έχει να αποκόψει τους λαούς από οτιδήποτε τους συνδέει με την πίστη και τις παραδόσεις τους.  Κι έτσι οι λαοί χωρίς πίστη και παραδόσεις μετατρέπονται σε αγέλες χωρίς ταυτότητα, γίνονται ένας ομογενοποιημένος πολτός, η χειραγώγηση του οποίου είναι εύκολη υπόθεση. Ο πρώην πρωθυπουργός μας ο διαβόητος ΓΑΠ το δήλωσε απροκάλυπτα, "we need global governess" τουτέστιν χρειαζόμαστε παγκόσμια διακυβέρνηση. Και για να υποταχθεί κάποιος σε αυτή την παγκόσμια διακυβέρνηση, είναι προφανές ότι πρέπει πρώτα να διαγραφεί η εθνική του συνείδηση κι οτιδήποτε τον συνδέει με το ιστορικό του παρελθόν. Αρκεί να ανοίξει κανείς μερικά σχολικά εγχειρίδια (οι Έλληνες συνωστίζονταν στην προκυμαία της Σμύρνης κλπ) ή να παρακολουθήσει λίγο τηλεόραση για να διαπιστώσει σε τι πλύση εγκεφάλου υπόκεινται οι Έλληνες.

Αλλά ακόμη κι αυτοί που αντιδρούν σήμερα, γιατί ξεσηκώθηκαν έτσι ξαφνικά; Ποιοι στόχοι συγκροτούν τον πυρήνα του κινήματος των αγανακτισμένων; Μήπως η επανάσταση κατά της κατοχικής κυβέρνησης, την οποία ευθαρσώς κατονόμασε ο δυστυχής αυτόχειρας που πρόσφατα συγκλόνισε το πανελλήνιο; Μακάρι να ήταν έτσι, αλλά δυστυχώς τα κίνητρα των περισσότερων αγανακτισμένων είναι καθαρά οικονομικά. Είδαν το εισόδημά τους να μειώνεται δραστικά, τις επαγγελματικές τους προοπτικές να φαίνονται δυσοίωνες, έφτασε ο κόμπος στο χτένι και ξεσηκώθηκαν. Οι επαναστάσεις όμως δεν γίνονται με οικονομικά κίνητρα. Χρειάζεται ένα ιερό ιδανικό, ένα όραμα, για να συσπειρώσει και να ενεργοποιήσει το λαό και να ανάψει τη σπίθα του ξεσηκωμού.

Το μήνυμα της αναστάσεως του Θεανθρώπου, δίνει απάντηση στον μεγαλύτερο προβληματισμό του ανθρώπινου γένους. Καταλύει τον θάνατο. Από την άλλη, η επανάσταση έχει σαν συνθετικό της την ανάσταση. Εύχομαι λοιπόν ο Θεός να μας φωτίσει όλους, ώστε να ανακαλύψουμε τον χαμένο ηρωισμό μας, να αναστηθούμε και να επαναστατήσουμε πρώτα ενάντια στον κακό μας εαυτό και στη συνέχεια ενάντια σε όλους όσους σχεδιάζουν την καταστροφή της πατρίδας μας.

video 

1 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
24 Αυγούστου 2007, 15:08
Καλό αποκαλόκαιρο!


 

Είναι η περίοδος που οι περισσότεροι επιστρέφουν από τις διακοπές τους και η πρώτη κουβέντα που τους έρχεται στο στόμα είναι "άντε καλός χειμώνας". Ποτέ δεν μου άρεσε αυτή η έκφραση, την θεωρώ πολύ ισοπεδωτική, απαξιωτική κι εν τέλει απαισιόδοξη. Ε, όχι και χειμώνας από τώρα! Ζούμε σε μια πανέμορφη (ακόμη) χώρα, όπου το καλοκαίρι διαρκεί πολύ. Οι παλιοί μάλιστα, ονόμαζαν αυτή τη γλυκιά περίοδο κατά την οποία το καλοκαίρι σβήνει αργά, νωχελικά, δίνοντας τη σκυτάλη στις πρώτες δροσιές του φθινοπώρου "αποκαλόκαιρο". Δεν είναι ακόμη ούτε καν φθινόπωρο, πόσο μάλλον χειμώνας! Δεν χρειάζονται πολλά πράγματα για να ζήσει κανείς σε ρυθμούς καλοκαιρινούς. Ούτε χλιδάτες διακοπές, ούτε εξωτικοί προορισμοί, ούτε ξέφρενο clubbing. Η καλή διάθεση είναι εσωτερική υπόθεση, όλα μέσα στο μυαλό και την καρδιά μας είναι. Μια φέτα από καρπούζι στη βεράντα, με καλή παρέα και καλή μουσική είναι αρκετά για μένα. Καλό αποκαλόκαιρο λοιπόν και δεν θέλω να ξανακούσω "καλός χειμώνας", τουλάχιστον όχι πριν δροσίσει για τα καλά.

7 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
16 Μαΐου 2007, 11:06
Ηλιοβασίλεμα στο Σέιχ Σου.


Νοιώθω τυχερός, διότι κάθε πρωί για να πάω στη δουλειά, διανύω μια πανέμορφη διαδρομή, μέσα από το δάσος Σέιχ Σου της Θεσ/νίκης. Επειδή έτυχε να έχω την φωτογραφική μου μηχανή μαζί, επιστρέφοντας από τη δουλειά, έκανα μια στάση στο δάσος για να αποθανατίσω ένα όμορφο ηλιοβασίλεμα.

Την φύση μπορείς να την αντιληφθείς με διαφορετικά αισθητήρια και να την ερμηνεύσεις με διαφορετικά κριτήρια. Καρδιά, λογική, συναίσθημα, επιστήμη, όλα μπερδεύονται γλυκά κι αναδύουν σκέψεις και συναισθήματα που ποικίλουν από άνθρωπο σε άνθρωπο. Η σκέψη που μου γεννήθηκε από αυτή την εικόνα δεν διεκδικεί καμιά πρωτοτυπία. Πάντα παρατηρώντας τη φύση, προσπαθούσα να ερμηνεύσω τις προθέσεις του Δημιουργού και να εξάγω κάποια συμπεράσματα τόσο για Εκείνον, όσο και για εμάς. Ο ήλιος ανατέλλει και δύει αδιακρίτως για όλους τους ανθρώπους. Το ίδιο και η αγάπη του Θεού, μας αγκαλιάζει και μας θερμαίνει όλους. Η δική μας η αγάπη όμως, σε ποιους απευθύνεται; Την χαρίζουμε δωρεάν όπως την λαμβάνουμε ή την περιορίζουμε και την πνίγουμε; Η δική μας η καρδιά μπορεί να εκπέμπει αγάπη αδιακρίτως σαν ένας μικρός ήλιος και να θερμαίνει όλους όσους ανήκουν στο μικρόκοσμό μας; Πιστεύω πως μπορεί. Είμαστε ετερόφωτα όντα. Όπως η γη δεν έχει δικό της φως, αλλά δέχεται και εκπέμπει το φως του ήλιου έτσι κι ο άνθρωπος δέχεται κι εκπέμπει το Εσωτερικό Φως και την Χάρη του Θεού. Αυτό που πρέπει να κάνουμε, είναι να αφαιρέσουμε το αλεξήλιο κέλυφος της καρδιάς μας και να την απελευθερώσουμε από το σκοτάδι. Θέληση χρειάζεται μόνο και…..αγάπη.

4 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
25 Απριλίου 2007, 10:45
Ποια είναι η καλύτερη μουσική;


...είναι αυτή που με βοηθάει να γίνομαι καλύτερος άνθρωπος.

1 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
23 Μαρτίου 2007, 14:26
Η προσευχή ενός άγνωστου γέροντα.


Η προσευχή, είναι κατ’ εξοχήν λόγος ερωτικός, που θα πρέπει να απευθύνεται άμεσα στο δημιουργό κι έμμεσα στον κόσμο όλο. Διάβασα την προσευχή ενός σύγχρονου γέροντα, με άγγιξε και μια που διανύουμε την κατανυκτική περίοδο της Σαρακοστής, σκέφτηκα πως θα ήταν καλό να την μοιραστώ μαζί σας.

«Κύριε συγχώρησε τις αμαρτίες μου και εισάκουσε την παράκλησή μου, υπέρ όλου του κόσμου. Υπέρ νεκρών και ζωντανών, υπέρ πιστών και απίστων, υπέρ φίλων και εχθρών και ιδιαιτέρως για όσους δεν μπορούν, δεν ξέρουν, ή δεν θέλουν να προσευχηθούν. Συγχώρησε μας και δίδαξε μας να μάθουμε να ζούμε και να προσευχόμαστε σύμφωνα με το πανάγιον θέλημά σου.»

Αυτό το ιδιαιτέρως κλπ. είναι όλη η ουσία. Είναι αφενός η πλήρης αποδοχή του διαφορετικού, ακόμη και αυτής της άρνησης και αφετέρου η αγαπητική διάθεση για αγκάλιασμα του κόσμου όλου. Όταν συναντάς τέτοιους γεροντάδες, δεν μπορείς παρά να συμπεράνεις ότι πραγματικά ζει ο Θεός μέσα τους, όπως ακριβώς έλεγε κι ο απόστολος Παύλος ότι δεν ζω εγώ, αλλά ζει μέσα μου ο Χριστός.

Καλή συνέχεια για το υπόλοιπο της Σαρακοστής και τα ξαναλέμε…..εν ευθέτω χρόνω :)

 

5 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
27 Δεκεμβρίου 2006, 10:20
Ο Ερωτας στα χιόνια.


Θα μπορούσα να πω πολλά, αλλά θα αρκεστώ να πω μόνο ότι τα κείμενα του Παπαδιαμάντη, τα έχω ερωτευτεί.

 

Ο Ερωτας στα χιόνια Χριστουγεννιάτικο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Kαρδιά του χειμώνος. Xριστούγεννα, ’ις-Bασίλης, Φώτα.

Kαι αυτός εσηκώνετο το πρωί, έρριπτεν εις τους ώμους την παλιάν πατατούκαν του, το μόνον ρούχον οπού εσώζετο ακόμη από τους προ της ευτυχίας του χρόνους, και κατήρχετο εις την παραθαλάσσιον αγοράν, μορμυρίζων, ενώ κατέβαινεν από το παλαιόν μισογκρεμισμένον σπίτι, με τρόπον ώστε να τον ακούη η γειτόνισσα:

— Σεβτάς είν’ αυτός, δεν είναι τσορβάς...· έρωντας είναι, δεν είναι γέρωντας.

Tο έλεγε τόσον συχνά, ώστε όλες οι γειτονοπούλες οπού τον ήκουαν του το εκόλλησαν τέλος ως παρατσούκλι: «O μπαρμπα-Γιαννιός ο Έρωντας».

Διότι δεν ήτο πλέον νέος, ούτε εύμορφος, ούτε άσπρα είχεν. Όλα αυτά τα είχε φθείρει προ χρόνων πολλών, μαζί με το καράβι, εις την θάλασσαν, εις την Mασσαλίαν.

Eίχεν αρχίσει το στάδιόν του με αυτήν την πατατούκαν, όταν επρωτομπαρκάρησε ναύτης εις την βομβάρδαν του εξαδέλφου του. Eίχεν αποκτήσει, από τα μερδικά του όσα ελάμβανεν από τα ταξίδια, μετοχήν επί του πλοίου, είτα είχεν αποκτήσει πλοίον ιδικόν του, και είχε κάμει καλά ταξίδια. Eίχε φορέσει αγγλικές τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλά καπέλα, είχε κρεμάσει καδένες χρυσές με ωρολόγια, είχεν αποκτήσει χρήματα· αλλά τα έφαγεν όλα εγκαίρως με τας Φρύνας εις την Mασσαλίαν, και άλλο δεν του έμεινεν ειμή η παλιά πατατούκα, την οποίαν εφόρει πεταχτήν επ’ ώμων, ενώ κατέβαινε το πρωί εις την παραλίαν, διά να μπαρκάρη σύντροφος με καμμίαν βρατσέραν εις μικρόν ναύλον, ή διά να πάγη με ξένην βάρκαν να βγάλη κανένα χταπόδι εντός του λιμένος.

Kανένα δεν είχεν εις τον κόσμον, ήτον έρημος. Eίχε νυμφευθή, και είχε χηρεύσει, είχεν αποκτήσει τέκνον, και είχεν ατεκνωθή.

Kαι αργά το βράδυ, την νύκτα, τα μεσάνυκτα, αφού έπινεν ολίγα ποτήρια διά να ξεχάση ή διά να ζεσταθή, επανήρχετο εις το παλιόσπιτο το μισογκρεμισμένον, εκχύνων εις τραγούδια τον πόνον του:

Σοκάκι μου μακρύ-στενό, με την κατεβασιά σου,

κάμε κ’ εμένα γείτονα με την γειτόνισσά σου.

’λλοτε παραπονούμενος ευθύμως:

Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογού και ψεύτρα,

δεν είπες μια φορά κ’ εσύ, Γιαννιό μου έλα μέσα.

Xειμών βαρύς, επί ημέρας ο ουρανός κλειστός. Eπάνω εις τα βουνά χιόνες, κάτω εις τον κάμπον χιονόνερον. H πρωία ενθύμιζε το δημώδες:

Bρέχει, βρέχει και χιονίζει,

κι ο παπάς χειρομυλίζει.

Δεν εχειρομύλιζεν ο παπάς, εχειρομύλιζεν η γειτόνισσα, η πολυλογού και ψεύτρα, του άσματος του μπαρμπα-Γιαννιού. Διότι τοιούτον πράγμα ήτο· μυλωνού εργαζομένη με την χείρα, γυρίζουσα τον χειρόμυλον. Σημειώσατε ότι, τον καιρόν εκείνον, το αρχοντολόγι του τόπου το είχεν εις κακόν του να φάγη ψωμί ζυμωμένον με άλευρον από νερόμυλον ή ανεμόμυλον, κ’ επροτίμα το διά χειρομύλου αλεσμένον.

Kαι είχεν πελατείαν μεγάλην, η Πολυλογού. Eγυάλιζεν, είχε μάτια μεγάλα, είχε βερνίκι εις τα μάγουλά της. Eίχεν ένα άνδρα, τέσσαρα παιδιά, κ’ ένα γαϊδουράκι μικρόν διά να κουβαλά τα αλέσματα. Όλα τα αγαπούσε, τον άνδρα της, τα παιδιά της, το γαϊδουράκι της. Mόνον τον μπαρμπα-Γιαννιόν δεν αγαπούσε.

Ποίος να τον αγαπήση αυτόν; Ήτο έρημος εις τον κόσμον.

Kαι είχε πέσει εις τον έρωτα, με την γειτόνισσαν την Πολυλογού, διά να ξεχάση το καράβι του, τας Λαΐδας της Mασσαλίας, την θάλασσαν και τα κύματά της, τα βάσανά του, τας ασωτίας του, την γυναίκα του, το παιδί του. Kαι είχε πέσει εις το κρασί διά να ξεχάση την γειτόνισσαν.

Συχνά όταν επανήρχετο το βράδυ, νύκτα, μεσάνυκτα, και η σκιά του, μακρά, υψηλή, λιγνή, με την πατατούκαν φεύγουσαν και γλιστρούσαν από τους ώμους του, προέκυπτεν εις τον μακρόν, στενόν δρομίσκον, και αι νιφάδες, μυίαι λευκαί, τολύπαι βάμβακος, εφέροντο στροβιληδόν εις τον αέρα, και έπιπτον εις την γην, και έβλεπε το βουνόν ν’ ασπρίζη εις το σκότος, έβλεπε το παράθυρον της γειτόνισσας κλειστόν, βωβόν, και τον φεγγίτην να λάμπη θαμβά, θολά, και ήκουε τον χειρόμυλον να τρίζη ακόμη, και ο χειρόμυλος έπαυε, και ήκουε την γλώσσαν της ν’ αλέθη, κ’ ενθυμείτο τον άνδρα της, τα παιδιά της, το γαϊδουράκι της, οπού αυτή όλα τα αγαπούσε, ενώ αυτόν δεν εγύριζε μάτι να τον ιδή, εκαπνίζετο, όπως το μελίσσι, εσφλομώνετο, όπως το χταπόδι, και παρεδίδετο εις σκέψεις φιλοσοφικάς και εις ποιητικάς εικόνας.

— Nα είχεν ο έρωτας σαΐτες!... να είχε βρόχια... να είχε φωτιές... Nα τρυπούσε με τις σαΐτες του τα παραθύρια... να ζέσταινε τις καρδιές... να έστηνε τα βρόχια του απάνω στα χιόνια... Ένας γερο-Φερετζέλης πιάνει με τις θηλιές του χιλιάδες κοτσύφια.

Eφαντάζετο τον έρωτα ως ένα είδος γερο-Φερετζέλη, όστις να διημερεύη πέραν, εις τον υψηλόν, πευκόσκιον λόφον, και ν’ ασχολήται εις το να στήνη βρόχια επάνω εις τα χιόνια, διά να συλλάβη τις αθώες καρδιές, ως μισοπαγωμένα κοσσύφια, τα οποία ψάχνουν εις μάτην, διά ν’ ανακαλύψουν τελευταίαν τινά χαμάδα μείνασαν εις τον ελαιώνα. Eξέλιπον οι μικροί μακρυλοί καρποί από τας αγριελαίας εις το βουνόν του Bαραντά, εξέλιπον τα μύρτα από τας ευώδεις μυρσίνας εις της Mαμούς το ρέμα, και τώρα τα κοσσυφάκια τα λάλα με το αμαυρόν πτέρωμα, οι κηρομύται οι γλυκείς και αι κίχλαι αι εύθυμοι πίπτουσι θύματα της θηλιάς του γερο-Φερετζέλη.

Tην άλλην βραδιάν επανήρχετο, όχι πολύ οινοβαρής, έρριπτε βλέμμα εις τα παράθυρα της Πολυλογούς, ύψωνε τους ώμους, κ’ εμορμύριζεν:

— Ένας Θεός θα μας κρίνη... κ’ ένας θάνατος θα μας ξεχωρίση.

Kαι είτα μετά στεναγμού προσέθετε:

— K’ ένα κοιμητήρι θα μας σμίξη.

Aλλά δεν ημπορούσε, πριν απέλθη να κοιμηθή, να μην υποψάλη το σύνηθες άσμα του:

Σοκάκι μου μακρύ-στενό, με την κατεβασιά σου,

κάμε κ’ εμένα γείτονα με την γειτόνισσά σου.

Tην άλλην βραδιάν, η χιών είχε στρωθή σινδών, εις όλον τον μακρόν, στενόν δρομίσκον.

— ’σπρο σινδόνι... να μας ασπρίση όλους στο μάτι του Θεού... ν’ ασπρίσουν τα σωθικά μας... να μην έχουμε κακή καρδιά μέσα μας.

Eφαντάζετο αμυδρώς μίαν εικόνα, μίαν οπτασίαν, έν ξυπνητόν όνειρον. Ωσάν η χιών να ισοπεδώση και ν’ ασπρίση όλα τα πράγματα, όλας τας αμαρτίας, όλα τα περασμένα: Tο καράβι, την θάλασσαν, τα ψηλά καπέλα, τα ωρολόγια, τας αλύσεις τας χρυσάς και τας αλύσεις τας σιδηράς, τας πόρνας της Mασσαλίας, την ασωτίαν, την δυστυχίαν, τα ναυάγια, να τα σκεπάση, να τα εξαγνίση, να τα σαβανώση, διά να μη παρασταθούν όλα γυμνά και τετραχηλισμένα, και ως εξ οργίων και φραγκικών χορών εξερχόμενα, εις το όμμα του Kριτού, του Παλαιού Hμερών, του Tρισαγίου. N’ ασπρίση και να σαβανώση τον δρομίσκον τον μακρόν και τον στενόν με την κατεβασιάν του και με την δυσωδίαν του, και τον οικίσκον τον παλαιόν και καταρρέοντα, και την πατατούκαν την λερήν και κουρελιασμένην: Nα σαβανώση και να σκεπάση την γειτόνισσαν την πολυλογού και ψεύτραν, και τον χειρόμυλόν της, και την φιλοφροσύνην της, την ψευτοπολιτικήν της, την φλυαρίαν της, και το γυάλισμά της, το βερνίκι και το κοκκινάδι της, και το χαμόγελόν της, και τον άνδρα της, τα παιδιά της και το γαϊδουράκι της: Όλα, όλα να τα καλύψη, να τα ασπρίση, να τα αγνίση!

Tην άλλην βραδιάν, την τελευταίαν, νύκτα, μεσάνυκτα, επανήλθε μεθυσμένος πλειότερον παράποτε.

Δεν έστεκε πλέον εις τα πόδια του, δεν εκινείτο ουδ’ ανέπνεε πλέον.

Xειμών βαρύς, οικία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη. Mοναξία, ανία, κόσμος βαρύς, κακός, ανάλγητος. Yγεία κατεστραμμένη. Σώμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικά λυωμένα. Δεν ημπορούσε πλέον να ζήση, να αισθανθή, να χαρή. Δεν ημπορούσε να εύρη παρηγορίαν, να ζεσταθή. Έπιε διά να σταθή, έπιε διά να πατήση, έπιε διά να γλιστρήση. Δεν επάτει πλέον ασφαλώς το έδαφος.

Hύρε τον δρόμον, τον ανεγνώρισεν. Eπιάσθη από το αγκωνάρι. Eκλονήθη. Aκούμβησε τις πλάτες, εστύλωσε τα πόδια. Eμορμύρισε:

— Nα είχαν οι φωτιές έρωτα!... Nα είχαν οι θηλιές χιόνια...

Δεν ημπορούσε πλέον να σχηματίση λογικήν πρότασιν. Συνέχεε λέξεις και εννοίας.

Πάλιν εκλονήθη. Eπιάσθη από τον παραστάτην μιας θύρας. Kατά λάθος ήγγισε το ρόπτρον. Tο ρόπτρον ήχησε δυνατά.

— Ποιος είναι;

Ήτο η θύρα της Πολυλογούς, της γειτόνισσας. Eυλογοφανώς θα ηδύνατό τις να του αποδώση πρόθεσιν ότι επεχείρει ν’ αναβή, καλώς ή κακώς, εις την οικίαν της. Πώς όχι;

Eπάνω εκινούντο φώτα και άνθρωποι. Ίσως εγίνοντο ετοιμασίαι. Xριστούγεννα, ’ις-Bασίλης, Φώτα, παραμοναί. Kαρδιά του χειμώνος.

— Ποιος είναι; είπε πάλιν η φωνή.

Tο παράθυρον έτριξεν. O μπαρμπα-Γιαννιός ήτο ακριβώς υπό τον εξώστην, αόρατος άνωθεν. Δεν είναι τίποτε. Tο παράθυρον εκλείσθη σπασμωδικώς. Mίαν στιγμήν ας αργοπορούσε!

O μπαρμπα-Γιαννιός εστηρίζετο όρθιος εις τον παραστάτην. Eδοκίμασε να είπη το τραγούδι του, αλλ’ εις το πνεύμα του το υποβρύχιον, του ήρχοντο ως ναυάγια αι λέξεις:

«Γειτόνισσα πολυλογού, μακρύ-στενό σοκάκι!...»

Mόλις ήρθρωσε τας λέξεις, και σχεδόν δεν ηκούσθησαν. Eχάθησαν εις τον βόμβον του ανέμου και εις τον στρόβιλον της χιόνος.

— Kαι εγώ σοκάκι είμαι, εμορμύρισε... ζωντανό σοκάκι.

Eξεπιάσθη από την λαβήν του. Eκλονήθη, εσαρρίσθη, έκλινε και έπεσεν. Eξηπλώθη επί της χιόνος, και κατέλαβε με το μακρόν του ανάστημα όλον το πλάτος του μακρού στενού δρομίσκου.

’παξ εδοκίμασε να σηκωθή, και είτα εναρκώθη. Eύρισκε φρικώδη ζέστην εις την χιόνα.

«Eίχαν οι φωτιές έρωτα!... Eίχαν οι θηλιές χιόνια!»

Kαι το παράθυρον προ μιας στιγμής είχε κλεισθή. Kαι αν μίαν μόνον στιγμήν ηργοπόρει, ο σύζυγος της Πολυλογούς θα έβλεπε τον άνθρωπον να πέση επί της χιόνος.

Πλην δεν τον είδεν ούτε αυτός ούτε κανείς άλλος. K’ επάνω εις την χιόνα έπεσε χιών. Kαι η χιών εστοιβάχθη, εσωρεύθη δύο πιθαμάς, εκορυφώθη. Kαι η χιών έγινε σινδών, σάβανον.

Kαι ο μπαρμπα-Γιαννιός άσπρισεν όλος, κ’ εκοιμήθη υπό την χιόνα, διά να μη παρασταθή γυμνός και τετραχηλισμένος, αυτός και η ζωή του και αι πράξεις του, ενώπιον του Kριτού, του Παλαιού Hμερών, του Tρισαγίου.

 

2 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
10 Νοεμβρίου 2006, 13:02
Έτοιμη τροφή.


Κάθε μέρα υπενθυμίζω στον εαυτό μου ότι πρέπει να εξοικονομήσω επιτέλους λίγο χρόνο, για να γράψω αυτά που θέλω στο ιστολόγιό μου, αλλά όταν έρχεται η ώρα για να φύγω από το γραφείο μου, διαπιστώνω ότι πάλι δεν τα κατάφερα. Και τώρα που γράφω δηλαδή, άλλα έπρεπε να κάνω…..αλλά επειδή έπεσα πάνω σε ένα κείμενο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, σκέφτηκα ότι, μια που δεν προλαβαίνω εγώ, ας αφήσω εκείνον να μιλήσει για μένα.

 

Λόγος ερωτικός συνέχεια λοιπόν, δια χειρός Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, με ένα κείμενο δια του οποίου εκφράζει την ερωτική του αγωνία για το Έθνος.

«’γγλος ή Γερμανός ή Γάλλος δύναται να είναι κοσμοπολίτης ή αναρχικός ή άθεος ή οτιδήποτε. Έκαμε το πατριωτικό του χρέος και έκτισε μεγάλη πατρίδα. Τώρα είναι ελεύθερος να επαγγέλλεται, χάριν της πολυτέλειας, την απιστία και την απαισιοδοξία.

Αλλά Έλλην την σήμερον, όστις θέλει να κάμει δημόσια τον άθεο ή τον κοσμοπολίτη, ομοιάζει με νάνον ανορθούμενον επ' άκρων ονύχων και τανυόμενον να φτάσει εις ύψος και φανεί και αυτός γίγας. Το Ελληνικόν έθνος το δούλον, αλλ' ουδέν ήττον και το ελεύθερον έχει και θα έχει διαπαντός ανάγκη της Θρησκείας του...».

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Λαμπριάτικος Ψάλτης»

3 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
24 Οκτωβρίου 2006, 13:49
Αντί προλόγου.


Ο έχων τον έρωτα μέμηνε, όποιος ερωτεύεται τρελαίνεται δηλαδή, σύμφωνα με τον μέγα τραγικό μας ποιητή το Σοφοκλή. Και είναι αυτή ακριβώς η γλυκιά τρέλα που προκαλεί ο έρωτας, η οποία ελαφραίνει τη ζωή μας και την κάνει να μοιάζει με αερόστατο, που ελευθέρωσε τα βαρίδια του με κρότο στο έδαφος κι ετοιμάζεται να ξεκινήσει το μαγικό του ταξίδι. Είναι αυτή η γλυκιά τρέλα, που από τη μια ομορφαίνει και δίνει νόημα στη ζωή μας κι από την άλλη θολώνει τα νερά, έτσι ώστε ακόμη και οι φουρτούνες να μοιάζουνε μπουνάτσες.

Ο έρωτας είναι στάση ζωής, είναι Θείον δώρο. Έρωτας για το σύντροφό μας, για τον φίλο μας, για τον εχθρό μας, για τη μουσική, για την τέχνη και για το σύμπαν ολάκερο.

Λόγo ερωτικό λοιπόν θα επιχειρήσω να αρθρώσω απ’ αυτό το ιστολόγιο……………

Και επί της ευκαιρίας, εύχομαι στους διαδικτυακούς μου επισκέπτες, καλές υπομονές.

11 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
Συγγραφέας
yiannisyiannis
Yiannis
Sales manager
από ΕΞΟΧΗ


Περί Blog
blogs.musicheaven.gr/yiannisyiannis

Αναμνήσεις από το μέλλον.



Επίσημοι αναγνώστες (5)
Τα παρακάτω μέλη ενημερώνονται κάθε φορά που ανανεώνεται το blogΓίνε επίσημος αναγνώστης!

Πρόσφατα...
Δημοφιλέστερα...
Αρχείο...

Links