Υπό το φως του φεγγαριού κόσμε είσαι θλιμμένος
στου μαύρου άνεμου, στις κακιάς ώρας το αντάμωμα,
περιμένω να χαράξεις ίσως προφτάσεις.
Πικρό μικρό παιδί έστεκε σιμά σε δροσερή αυγούλα.
τώρα εχάθεις, έφυγες
ορφανά άφησες μνήμες όνειρα.
Πυγολαμπίδες τριγυρνούν του κλείνουνε το δρόμο.
Τα πάθη σου μας έμειναν παρηγοριά στη μνήμη.
Μα τα ποτίζεις λησμονιάς στυφό πιοτό.
Ομίχλη απλωμένη γύρω από μάτια με αντάρα φορτισμένα.
Τα ξωτικά να, το τραβούν σε αλώνια χλωμά και προδομένα.
Μπράβο ..! ...! Καλή πορεία στο χώρο του ιπταμένου νου του ονείρου του πάλλευκου δρόμου στο όραμα που αρμέγει το σήμερα στο κοινό πόθο μιας απεραντοσύνης ατέρμονης.
Καλάθια πλεγμένα περίτεχνα
να οι σκιές να τα φωτεινά να τα χρώματα
οι επιγραφές για τα λουλούδια και τα πανέρια
με τους μενεξέδες τα γαρίφαλα τα δάκρυα του χρηστού
τους κεντημένους ήλιους γύρο από τον καθρέφτη
της καλημέρας τα πρόσωπα που αμίλητα στέκουν να σε κοιτούν αυθάδικα
περιτριγυρίζουν μια άλλη εποχή που έζησε πριν και τη ζήσαμε στο τελείωμα της
ανάμνηση κάπως θολή σαν όλες, όλες τις εποχές που πέρασαν που μας σημάδεψαν
που το γλυκό αεράκι του απομεσήμερου που μπαίνει από το παράθυρο στριφογυρνά
στα μαλλιά τα ξέπλεκα που περνά απάνω από το δέρμα και θολώνει τα μάτια παραλύει την όσφρηση εξάπτει τη φαντασία και στον επερχόμενο ύπνο όνειρα ζωγραφίζει κλαίει για τη φτώχεια για τα ξυπόλυτα γράμματα της αλφαβήτας γεια τα ζεστά μάτια τα άδολα σα τα αφράτα φραντζολάκια του φούρναρη τα μοσχομυριστά μουστοκούλουρα που σκλαβώνουν το νου καθώς το ξεκίνημα της μέρας περνά από το χρόνο σα πυγολαμπίδα και φτάνει τα εβδομήντα εκεί ψηλά πρεσβύωπας παλεύει το παρελθόν με το μέλλον.
Βαθιές οι χαρακές που ο χρόνος αφήνει στο διάβα του τα μάτια της ένα περίεργο πράγμα είναι ακούραστα κανένα σημάδι από την κόπωση το άγαλμα μας αρρώστησε.
Ο καθρέφτης παρατηρητικός αμίλητος ψυχρός μια πύλη κλειστή αδιαπραγμάτευτα κάθετη και ο χρησμός ανερμήνευτος όριο της ανυπαρξίας. Το αύριο ξεκινά μετά οι κραυγές από τις κάργιες να πλαισιώνουν το χώρο τα νερά τρέχουν. Χρειάζονται μεγάλα τεχνικά έργα για να σώσουν τον παράδεισο. Ίσως, μια σκούπα ένα φαράσι ένα ανθοδοχείο με εξαϋλωμένα άνθη ίσως χωρίς αυτά. Το σκοτάδι ταιριάζει απόλυτα το φως δυστροπεί με την αχρηστία του ο φόρος μας δηλώνει την καθυστέρηση του Αγγέλου και τα τύμπανα παρέα με τις σάλπιγγες της Ιεριχούς δηλώνουν αναρμοδιότητα δεν αποστειρώνουν τις μέρες που θα σας στείλω
κάθε φορά που ο κόσμος του ανανεώνει τους όρους της παραγωγής των παραλλαγών της αλήθειας βγαίνει ένας υπόχρωμος καπνός που πολιορκεί την υγεία μας τη διάθεσή μας. Τα θέλω μας ζουν κάποιες στιγμές η χαρά ανασυντάσσει τη διάθεση για χορό και τραγούδι το θέμα του είναι απρόσιτο.
Ζεστά πιοτά σα δυναμίτες, μες τα ποτήρια το αλκοόλ,
παρέα κάνουν στους ξενύχτες, σα ξωτικά που τριγυρνούν.
Γυρνάνε δώθε κείθε οι προφήτες και εξηγούν ξανά, ξανά.
Ρουμπίνια κόκκινα τα μάτια μαργαριτάρια σε σειρά
κλέβουνε φανερά το βλέμμα, ξάφνου, κάπως σου κόβουν τη μιλιά.
Τρελό τραγούδι της αγάπης, που πειρατές σου τραγουδούν.
Ρέουν χοχλάζοντας σε τόνους που θες δε θες σε συγκινούν.
Φορούν εξαίσια στολίδια και ρούχα μάλλον απαλά.
Τα καλοκαίρια, ένα ταξίδι, σα το κριμένο το όνειρο θα 'ρθει.
Καβάλα σ άλογα θα τρέχεις στα σύννεφα θα σε θωρεί
στα χρώματα της ίριδας μπλεγμένη,
στου απογεύματος το ροδοπό το φως
γεμίζει σμύρνα και χρυσάφι η ομορφιά του ουρανού
τρέχουνε κρυστάλλινοι ήχοι και φθόγγοι γύρο σε καλούν,
κάστρα γκρεμίζουνε οι ήχοι
και οι στίχοι φέρνουνε βόλτες σου μιλούν.
Και είναι το χρέος μας μεγάλο
να το πληρώσεις δεν μπορείς
θλίψη σα πάχνη έχει πέσει
στης φτώχειας μας την παρακμή.
--------------------------------------
Θέλουν μας λένε να μας σώσουν
θέλουν για μας κάθε καλό
το δρόμο δείχνουν της θυσίας
το δρόμο δίχως τελειωμό.
--------------------------------------
Κι αφού φτωχοί και ξεπεσμένοι
με σάπια δόντια νηστικοί
μια εικόνα θολή και πικραμένη,
τον πλούτο μας ποιος τον κρατεί
δεμένο σε χοντρό πουγκί;
----------------------------------------
Μας ήρθαν νέα απ' την Αρτζεντίνα
πως βρήκαν νέα συνταγή
το ένα νεφρό μας να μας πάρουν
θα είμαστε λέει τυχεροί.
-----------------------------------
θα τα πουλήσουν για τα χρέη.
Σε χρηματιστήριο θα κερδοσκοπούν.
Να μεγαλώσουν το πουγκί τους
μάλλον, και πάλι προσπαθούν.
---------------------------------------
Είναι του πολέμου η κατάρα
χρήμα να βγάζει με ουρά
τι και αν πεθαίνουνε χιλιάδες,
από αρρώστιας συμφορά,
αυτό αυτούς δεν τους πονά.
Τι και αν η εικόνα έχει αλλάξει.
Στου κόσμου ετούτου όλα τα μήκη και τα πλάτη
η συμφορά καλά κρατεί, αλλού τους σφάζουν με μπαμπάκι
και στο μυαλό πυροβολούν.
Τους φταίει η άδικη τους μοίρα
τους φταίει ο κακός τους ο καιρός.
-------------------------------------------------
Τώρα ο ήλιος έχει σκοτάδι κάθε πρωί που ξεμυτά
Τώρα η ειρήνη είναι κρυμμένη στου Άδη τα απόκρυφα στενά.
Και το πουλί δεν τραγουδάει το χελιδόνι δεν πετά
Χαρτί μολύβι και βιβλίο για το παιδί δεν έχει πια.
Κλαίνε οι μανάδες τα παιδιά τους χάνονται πόλεις και χωριά.
Φοβέρα πλάκωσε μεγάλη, μεγάλη είναι συμφορά.
μα της σιωπής το άχραντο πέπλο επιβολή θανατερή.
Και είναι το δάκρυ ένα ποτάμι που μεγαλώνει σα θεριό
που αν δε σταματήσουν τώρα, μας οδηγεί προς το χαμό.
Έλα πουλάκι της ερήμου της καταφρόνιας εσύ πουλί
πες του ξεσηκωμού τραγούδι σε όλο το σύμπαν να ακουστεί.
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -
Έλα επάνω Περσεφόνη και μην κοιτάξεις πίσω ξανά.
Είναι ανθρώπινα τα λάθη μα όχι για δεύτερη φορά.
Άσε πίσω τα κανόνια κοίτα το μέλλον δροσερό
για το παιδί για όλη τη φύση στης ιστορίας βάλε μας το ντόρο.
Τα πιο ζεστά φιλιά σου θα κεντήσω,
πάνω στο κόκκινο σου το κρασί
τα αστέρια σου θα πιω ξανά.
Θα συμμορφώσω τα τραγούδια
να τα χωρέσουνε όλα πια.
-------------------------------
Δροσιά στο μέτωπο ο αγέρας
φουντώνει αστείρευτα η καρδιά,
μου κλείνει ευχάριστα το μάτι
στα πιο ζεστά σου τα φιλιά.
------------------------------
Σινιάλο κάνουνε οι ναύτες
οι γλάροι με περιγελούν
Τρέχουν αντίθετα οι αγέρες
κι οι ποιητές με λοιδορούν.
----------------------------------
Γλυκό μικρό κυκλαμινάκι
της έρμης γης μικρούλι φως
πως εξεχάσθης εδώ πέρα,
σε μιας μελωδίας τον καημό.
----------------------------
Ελπίδα και άπιαστη αγάπη
αλλοτινής μου ομορφιάς,
Κάθε σταγόνα σου πνοή μου
λουλούδι της ξερολιθιάς
--------------------------------
μικρό χλομό μου λουλουδάκι
λαμπρή στιγμή μιας φτωχικής ζωής.
τώρα αυτή είναι ένα μελτεμάκι,
μαργαριτάρι το φιλί.
Μια πατρίδα προδομένη
χώμα νωπό από αίμα
σπαρμένο με θραύσματα οβίδων
ριζώνει το φώσφορο,
υψώνονται τοίχοι σκληροί απάνθρωποι,
Συντρίμμια οι πόλεις
μοιάζουν με την οργωμένη Καρχηδόνα
και η πονηρή προπαγάνδα σου παγώνει νου και καρδιά.
Δεν πρέπει να ξέρεις την αλήθεια κίνδυνος είσαι
φοβούνται την απομόνωση ποιοι.
Ο πόλεμος μπλέκετε με την ανακωχή μπερδεύετε με την ειρήνη
Γυρνάει στους δρόμους μεθυσμένος απρόβλεπτος
παιδί του πλούτου του αρχαίου τυφλού
χώνει μετοχές στις τσέπες του δηλητηριάζει το αίμα του
η ανάσα του πικραίνει τη γέννηση της κάθε ημέρας
και αυτές έγιναν ποιο σκοτεινές.
Στο μοιρολόι της ζωή μας
η φόδρα της καρδιάς σου,
Σου στέλνω το χαμόγελο το πικρό
την αντάρα της σεμνότητας.
Της συμφιλίωσης ο καημός
δύσκολος δρόμος.
Τα γαρίφαλα μοσχοβολούν απέραντα
τα όνειρα κολυμπούν στο νερό
που λούστηκε το γιασεμί το πάλλευκο.
Κλάψε προκαταβολικά για την υπέροχη ωραιότητα που σε προσπερνά
ζύγισε την κουβέντα που μας πέρασε στην πρώτη θέση.
Αλίμονο.
Η ανηφόρα σε κούρασε η βροχή σε ξεδίψασε ο ήλιος που φώτισε τη μέρα μας έκαψε.
Η αναφορά περιεκτική οι λίγες λέξεις της μας κάρφωσαν παρέα με τους αποδιοπομπαίους τράγους στα ηλιοκαμένα αλώνια των άχρηστων.
Τα μάτια σου να μόνο στου Οιδίποδα ταιριάζουν και τα πυρωμένα λιθάρια θερμαίνουν αφόρητα τα ξυπόλητα πέλματα σου.
Θέλω να κάνω μια ανατροπή του συμπαγούς υλικού που βαραίνει το χρήσιμο σύμπαν.
Αστρίτη μου στο βλέμμα σου στέκει ο κόσμος όλος
τα ποιο μικρά τα ποιο στρυφνά φέγγουνε μεγαλώνουν.
Τώρα που στέκεις σοβαρός άνθρωπος φευγαλέος
ακίνητος ασάλευτος απόμακρος διαβαίνεις
φεύγεις σε σφαίρες άγνωστες, θολές πίκρες διαβαίνεις.
Σου σκάψανε το λάκκο σου στο μπόι σου μεγάλο
και με λουλούδια αγκαλιά αυτό το δρόμο πήρες.
Η ξελογιάστρα άνοιξη η λούλουδο - πλεγμένη
φορά όλα τα πλουμίδια της για να έρθει φορτωμένη,
με αυτά τα εξαίσια χρώματα με αυτά της τα στολίδια,
που ομορφοκαθρεπτίζονται σε ουρανούς σε λίμνες
μα σιγανά στοιχίζονται νερά και μνήμες μυρωμένες
μέσα απ το βάρος των νεκρών των ζωντανών το θάρρος.
Τα ρόδα σαν ανοίξουνε και απαλά μυρίσουν γλυκά θα μας μιλήσουν,
και ιστορίες θα μας πουν για κύματα πελώρια
πως του πελάου τα θεριά μας βάλανε στο μάτι.
Τα βήματα είναι γοργά γυρνάνε δώθε κείθε,
μα να τα κόκκινα σκαλιά τα πετρολαξεμένα, στιλπνά φαρδιά και γυριστά
που άνεμο ανεβάζουν,
φτάνουν ψιλά πολύ ψιλά στου ήλιου τα παλάτια.
Να στα καντούνια οι μουσικές τα τύμπανα οι φλογέρες
τα πανηγύρια ρέουνε χορεύουν κοριτσούδια
και ο Φοίβος στέκετε σιμά γλυκά τραγούδια λέει,
τα γλαροπούλια στέκουνε και έκθαμβα κοιτάζουν
στον ουρανό απέναντι μες το γαλάζιο θόλο.
Ίσαμε δω που αγνάντεψα σε κουβαλώ στο νου μου
και σε θωρώ στα όνειρα σε μαγεμένες πύλες.
Οι μνήμες κίτρινες παλιές ίδιες φωτογραφίες,
μέσα στα μάτια τους κοιτώ,
τα νεαρά παιδία,
στους γάμους στα πρώτα τους φιλιά στις δροσερές αυγούλες.
Μα να.
Η νύχτα σαν ένα απέραντο δίχτυ απλώνεται.
Οι συμφορές παράλληλες πατούν πάνω στη λήθη.
Πατούν πέρα απ τα σύνορα σιμά στα συννεφούδια
και οι λακέδες μας προδότες της ωραιότητας
παρόντες σε αλωμένη χώρα.
Εμείς τώρα ξένοι.
Απόμακροι τελωνοφύλακες της συμφοράς πάνω από τη λήθη
υποψήφιοι τυχοδιώκτες απατηλών αδιεξόδων.
Αχ λουλουδιάστρα άνοιξη πόσο θα αργήσεις ακόμα.
Οι ελπίδες μας αναμμένα κεριά
οι πόθοι μας φωτεινά όνειρα στο σκοτάδι της νύχτας
και την αυγή δροσάτο το φως της ημέρας προχωρά
μαζί με τη ζωή στο δικό της δρόμο.
Κρίνα και τουλίπες, τουλίπες και γιούλια γαρίφαλα και πασχαλιές με δένουν με τον όμορφο κόσμο του κήπου,
σα βλέπω το πρωινό την αναδυόμενη αύρα της ευωδιάς του.
Το περιβάλλον ευχάριστο, ντυμένο το δωμάτιο με γούστο αξιόλογο, δεμένο με στις επιδιώξεις γεια ένα ευχάριστο και άνετο σπίτι.
Ο κήπος μεγάλος με ανθοφόρα παρτέρια με καρποφόρα δένδρα κλαδεμένα προσεκτικά σα φρέσκο κουρεμένο κεφάλι βγαλμένο πρόσφατα από κλασικό μπαρμπέρικο. Είναι όμορφος ειδικά την άνοιξη βέβαια σε κάθε εποχή είναι διαφορετική η όψη του μιας και η κηπουρική τέχνη έχει φτάσει σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα.
Παρόμοια είναι η εικόνα και στην κουζίνα ένα καλόγουστο ευρύχωρο δωμάτιο με πυροστιά με κρεβάτι τραπέζι παράθυρα φεγγίτες για άπλετο φως και με θέα στον κήπο με πρόσβαση στο πηγάδι με το σιδερένιο μαγκάνι, και με το σκοινί φθαρμένο από τη χρήση.
Συστηματικά στο παρτέρι με τα μυρωδικά και τα κηπευτικά περνούσαν την ώρα τους τα πρωινά της Κυριακής σκαλίζοντας το. Τα περιποιούνταν με ξεχωριστή επιμέλεια δίνοντας στα φυτά φροντίδα που αγγίζει τα όρια της αγάπης και αυτό σε χαλάρωνε. Έδινε στη δραστηριότητα αυτή μια έντονη πλευρά δημιουργικότητας. Με εργαλεία το τσαπί την τσουγκράνα το ποτιστήρι από το στάδιο του φυτωρίου έως τη στιγμή της συγκομιδής καθώς και το ξεχορτάριασμα από τα ζιζάνια έχουμε μια διαδικασία που αρθρωτά ολοκληρώνει το έργο.
Το υπόλοιπο σπίτι άνετο φωτεινό με τρία δωμάτια και ένα τεράστιο χολ που λειτουργούσε και σαν σάλα. Εκεί δεν καθόταν κανείς παρά μόνον λειτουργούσε σα προέκταση της κουζίνας για να χορέψουν, όλοι οι επισκέπτες ήταν δικοί μας άνθρωποι το θεωρούσαν άπρεπο να κάτσουν σε επίσημο σαλόνι.
Οι φίλοι μας απλοί άνθρωποι του καθημερνού μόχθου που δε θέλανε ιδιαίτερες τιμές. Ταπεινοί ίδιοι με τους βοσκούς στη φάτνη, εργατόκοσμος, όταν σου λένε καλημέρα το εννοούν. Στη γειτονιά μας στην πόλη μας η ομορφιά η καλαισθησία οικοδομείται πάνω στον σκελετό της πόλης στα δρομάκια στα σοκάκια στους μεγάλους δρόμους όπου περιδιαβαίνουν τα μεταφορικά μας μέσα, τα κάρα τα γαϊδουράκια.
Τα σπίτια βαμμένα με ασβέστη οι πρασιές στις αυλές φουντωτές και πυκνές. Τα βράδια σαν μοσχοβολάει το αγιόκλημα αγκαλιασμένο με τα λευκά γιασεμιά το αεράκι σέρνει τη μυρωδιά που μπαίνει από τα ανοικτά παράθυρα και μπλέκεται με τους ήχους του ραδιοφώνου τις κουβέντες στο βραδινό τραπέζι. Και η συζήτηση περνά από τα ξέπλεκα μαλλιά της μπάμπως το κίτρινο φόρεμα της μικρής μαυρομάτας που παίζει ζωηρή στο μεροκάματο του Γιώργη στην αναδουλειά στον παράνομο πλουτισμό ορισμένων με την αβάντα του χωροφύλακα. Ακούγονται και απαλές βραδινές μελωδίες από τα μπουζούκια και τις κιθάρες μέσα από τους κήπους στης αυλές που το φως του φεγγαριού τις μαγεύει καθώς χτυπάνε τα ποτήρια με τη ρετσίνα σε κάθε αλλαγή τραγουδιού.
Όμως οι αλλαγές συμβαίνουν και εδώ σιγά και βασανιστικά και αυτό που τα αλλάζει όλα είναι η γνώση και ιδιαίτερα η καινούργια γνώση όταν εφαρμόζεται στα εργαλεία σε μηχανές, γνώση που η εκμετάλλευσή της μεγαλώνει το κέρδος. Ο μικρός και αδύναμος άνθρωπος είναι αδύνατον να αντισταθεί στην ασταμάτητη πορεία της.
Οι ιδιαίτερες αντιδράσεις των ανθρώπων σε αυτές τις αλλαγές έχουν βάψει την πορεία του κόσμου με πολύ αίμα και η ευχάριστη πόλη μας πολλές φορές ξαφνιάστηκε από τις συνέπειες αυτών των στιγμών.
Τα σημαντικά σημεία στο θρίλερ της πορείας των ανθρωπίνων ομάδων, το μακάβριο μέλλον που χρωματίζει τον ουρανό πάνω από το βλέμμα του νεογέννητου παιδιού με το κόκκινο αίμα της θλίψη της αρρώστιας της φτώχειας της γενικευμένης δυσωδίας.
Η μικρή μας πόλη ξενίζεται από τη συμμετοχή της στη θολή εικόνα του όλου.
Πήρες το μέλλον εργολαβία, πόνεσες τις λίγες στιγμές του παγκόσμιου χρόνου που θα ζήσεις. Σκέφτεσαι το μετά το επόμενο βήμα της φαντασίας αυτό που δεν μπορείς να σκεφτείς.
Η συνείδηση σμιλεύετε σιγά, σιγά δεμένη επάνω στην εμπειρία και τη γνώση.
Τα νερά δροσίζουν τη διψασμένη γη εισχωρούν σιγά αργά στα σπλάχνα της, πλανεύοντας τη φύση της μετατρέποντας το είναι της. Πρασινίζουν τα φύλλα χαρούμενα φρέσκα σφριγηλά και ο ήλιος με τις θερμές παιχνιδιάρικες σαϊτιές του τη θερμαίνει τόσο που μεγαλώνει το πάθος.
Κοροϊδεύουν τα καθημερινά συμβάντα εκεί κοντά στη χώρα του Κάιν στο πυρωμένο ξερό χώμα στην άνυδρη βλάστηση κοιτώντας τον ήλιο κατάματα λες και στοιχηματίζει για την αντοχή τους δοκιμάζοντας την υπέρβαση της κόλασης. Οι φωτιές περικυκλώνουν τα μέτωπα των πολεμικών συγκρούσεων, κύματα μολυσμένων αερίων πνίγουν την ανάσα απομεινάρια των συγκρούσεων ερειπωμένες πόλεις, ερείπια βιομηχανικών εγκαταστάσεων κομμένα τηλεφωνικά δίκτυα διυλιστήρια μες στου καπνούς τις φωτιές εκρήξεις με μυρωδιά μεθανίου. Μετάλλαξη του χρόνου μια αιωνιότητα που συνθλίβει τη μνήμη αποσπά σταδιακά τα αισθήματα σκληραίνει τις αντιδράσεις δεν αφήνει καμία χαραμάδα να κοιτάξεις το μέλλον, διαγράφετε η έννοια της αισιοδοξία. Οι άνθρωποι τρομάζουν οι μεγάλες μάζες μαθαίνουν τις εξελίξεις ανακατωμένοι με τη σκιά στου μισοσκόταδου την άκρη. Πύρινα απόβλητα ραδιενεργών αντιδράσεων λιμνάζουν στα ρέματα με τα ζέοντα νερά που φουσκάλες και μπουρμπουλήθρες σκάνε σε τακτικούς ρυθμούς συνοδευόμενες από αεράκι γεμάτο σκόνη από τα ερείπια όπου τα κομμένα ανθρώπινα μέλη ακόμα φρέσκα με τα αίματα ρέοντα δίπλα σε παλαιότερης κοπής που ήδη άρχισαν να μυρίζουν και αυτή η μυρωδιά περπάταγε με τον αέρα χωρίς να ρωτά χωρίς να βλέπει το χάος που τα χρηματιστήρια έχουν μπλέξει σε γόρδιο κουβάρι τα νήματα που ενώνουν τις ζωές μας.
Παραφράζεις τα θαύματα της αγυρτείας εξισορροπείς τις αμφιβολίες μιας ερώτησης. Πώς ζεις μέσα σε μαύρους καταρράκτες; Κοιτάς ψυχή μου τον αριθμό του χρόνου που θα σου αλλάξει κάτι ουσιαστικό. Και να, το κάνω εγώ την ίδια στιγμή τη στιγμή που θα σου εξαγνιστεί το αύριο.
Μπορώ να σου τάξω γενναία ανταμοιβή να σου στολίσω με άχραντες ελπίδες τα λόγια που καρτερικά περιμένουν να ακούσουν τα αυτιά σου να δουν τα μάτια σου να κρύψουν τα δυο σου χέρια από τα αγνά πρόσωπα των παιδιών που γεννιούνται σε αυτές τις ακατάλυτες εποχές.
Είναι η στιγμές δύσκολες για τη μικρή μας κωμόπολη τα μηνύματα συνταρακτικά η αγωνία μας αναπόφευκτη μιας και τα παιδιά μας βρίσκονται σε εμπόλεμα μέτωπα.
Δεν μπορώ να πω ότι πιστεύει κάποιος σε κάποιο ιδανικό κάποιο στόχο που να εξαργυρώνει κάποια λαοφιλές όνειρο.
Κανείς στη μικρή πόλη μας δεν έχει κάποιο όφελος από αυτούς τους πολέμους που οι ειδήσεις τους μας έρχονται απανωτά για να ταράζουν την καθημερινότητα μας να ανάβουν τις κουβέντες και εξάπτουν παράτολμες εκτιμήσεις για την κατάσταση.
Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια κατάρα που τη λέγανε πόλεμο. Κανείς δεν ήξερε πως ξεφύτρωνε ανάμεσα μας και να σα πανούκλα σα χολέρα όλο και απλώνετε γύρο τριγύρω με διάφορες προφάσεις. Βαριές αρβύλες πατούν τόπους χωριά λιμάνια σπίτια, παιδιά αυτά τα τρυπούν οι καλογυαλισμένες τους σφαίρες ιδικά στο κρανίο, ιδικές σφαίρες επιρροής παλαιών και νέων αφεντάδων μα πάντα για καλό σκοπό ανοίγουν δρόμο για την έγχυση συμβουλών για αιώνια ζωή πυρηνικής υπόστασης κοντά στην κόλαση του Δάντη ή του Δαντόν. Η γκιλοτίνα καρικατούρα και τα μαρτυρία των ιεροεξεταστών μια απαίσια προετοιμασία της ανθρώπινης εξουσίας που με πρωτόλειους αριθμούς μπορούσε να τρομοκρατεί. Τέτοια έκταση μας παραξενεύει ενώ δεν μπορείς να έχεις ένα πιάτο φαγητό για όλους μπορούν να ξοδεύουν αμέτρητα χρήματα για όλο αυτό το έγκλημα που κάποιοι το κοιτάνε από τις οθόνες τους και χαρούμενοι μετράνε κέρδη και ζημίες σα να παίζουν στη ρουλέτα μαύρο κόκκινο.
https://www.youtube.com/watch?v=ACA6PytLqrw&t=52s
Πέθανε ένας μέγιστος μελωδιστής που ζωγράφισε την Ελλάδα σε όλες τις ποικιλότητες της των ήχων των ρυθμών των βιωμάτων και των προσδοκιών. Των ανθρώπων του λαού. Πολιτικός λόγος αναντίρρητος απάλιωτος.
Καταρράκτες με κρυστάλλινα νερά
διαμαντένιας υφής εικόνα
στου νου την απροσδιόριστη υπόσταση
συγκρούονται οι πτώσεις που ζουν
απειροελάχιστα στο διάβα του χρόνου ετούτου.
Αισθήματα ανιχνεύσιμα ζεστά ορατά
παράγωγα της αμφίσημης στιγμής.
Τώρα πατάς το θάνατο ξεχασμένος σε αφηρημένη πόζα.
Το κλικ η απαθανάτιση της στιγμής.
Συγχώνευσε μέσα της, τη φόρτιση ετούτων των αιώνων.
Μεγάλο πες μου παραμύθι
για να δυσεύρετο πουλί
και όλα τα ρόδα σου να ανθίσουν
για ένα σπάνιο φιλί
που την καρδιά μου να συγκινεί
καρδιά που σε στεναχωρεί.
Καθαρά τα κέρδη μα βρόμικα τα χέρια που τα πιάσανε.
Πονέσανε τα τριαντάφυλλα τριάντα φορές.
Η καρδιά μας γέμισε με καταφρόνια.
Φτώχεια απελπισία, θανάτωσαν το μέλλον,
φώναξαν δυνατά δεν έχετε δικαίωμα στη ζωή.
Πολλά χαρούμενα χελιδόνια να τιτιβίσουν
πάνω απ τον πρωινό καφέ σου,
της άνοιξης λουλούδια η ευωδία της μέρας που αρχίζει
κι όμορφη μουσική ο ήχος της Κυριακής
Σαν το νερό μας ήπιαμε, μας έγεινε φαρμάκι
στο δάκρυ μας σαν κύλισε το ποιο μικρό κολπάκι.
Θέρμες και δίψες θόλωσαν τα μαύρα μας τα μάτια
εμπόρευμα το κάνανε και γινάμαι κομάτια.
Μας πήραν όλο τον παρά μας πήραν την ψυχή μας!
Τώρα θυμάσε τα παλιά ανάπολεις μαζί μας.
Αχ ευπρεπώς να φέρμαι εν αγωνίως ψάχνω
τέτοια γαϊδούρια πουν αυτοί ζαλίζομαι τα χάνω.
Μια εποχή ανάμεσα στη γιορτή και το θρήνο,
ανάμεσα στο χειμώνα και την άνοιξη.
Τη στιγμή που το σκέφτεται να 'ρθει
στην αρχή του αιώνα στο αίμα μας βάζει φωτιά.
Μια ερώτηση μια εικόνα για το θάνατο που παντού περπατά.
Τρωκτικά αδηφάγα στρατόπεδα στήνουν
φυλακές μας κυκλώνουν ευρύχωρες και μεγάλες.
Σε χορό τρελό ζεις, τις ώρες που ο κόσμος παραλύει,
μπρος στο φόβο του άλματος, προς τα πάνω και θα είναι εν τάξη.
Ένα λάθος στο χώρο παραπάνω ανακατωμένο με λάσπη και άχυρα.
Φωλιά πικραμένη και οι σταγόνες γαλάζιες κρεμασμένες στον ουρανό ψιλά.
Στα κλαδιά τα άφυλλα ανάμεσα, ζουν φευγαλέες στιγμές.
Απειλές προβεβλημένες στο μυαλό μας γυρίζουν,
σε μαρμάρινους τάφους κλειδωμένες να μην είναι δυνατόν τον ήλιο να δουν.
Όπου πας έρχεται μαζί σου και η θλίψη
έχει γραπωθεί πάνω σου
και δε σε αφήνει απλώνει
τα γαμψά της νύχια απλώνεται
σκορπίζεται μεγαλώνει
είσαι ο ξενιστής
σ άλλα σώματα
αντίδοτο δοκίμασα δεν υπάρχει
εσύ και η θλίψη είστε
το ίδιο πρόσωπο.
Ο Κύκλωπας μεθυσμένος παραπατά, ξύνει το αλλήθωρο του μάτι
το πρόσωπο του γεμίζει από ικανοποίηση και ευτυχία.
Το μοναδικό του αισθητήριο τον βοήθησε να βρει το δρόμο για τη λύση
του μυστηρίου.
Ποτέ δε φαντάστηκε πόσο γρήγορα ανθίζουν τα λουλούδια
την εποχή της άνοιξης.
Κρυμμένος πίσω από το τεράστιο όγκο του
προσπαθούσε να μη φανεί η πληγωμένη του αξιοπρέπεια.
Η δύναμη της γνώμης του χάρισε πολλά και μεγάλα προβλήματα.
Με την αδέξια κριτική και την αγάπη του στην αλήθεια παραπατούσε
από κοινωνικό σφάλμα σε ολέθρια σύγκρουση 💥
γεμάτος πληγές έγειρε να ξαποστάσει στη ρίζα μιας φλαμουριάς
στην αγκαλιά του δάσους.
Εκεί τον σκλάβωσε ένας τεράστιος ύπνος με όνειρα σαν αυτά που
η Αλίκη των θαυμάτων του διηγείτο στις κρυφές συναντήσεις τους.
Όσο ο συμπονετικός αυτός ύπνος επιδιόρθωνε τις αιμορραγίες
των συναισθημάτων του αλλοιώνοντας του τη μνήμη,
ένας παράξενος θάνατος αντικαθιστούσε τη μαραμένη του ζωή.
Έκλεισε τα μάτια να μη δει τον έρωτα που ερχόταν
Οι ανασφάλειες τρόμαξαν το μικρό μου ήρωα
έσπασε τα βέλη του
επάνω στα κοινωνικά δίχτυα του πρέπει.
Πέρασε έναν υμένα σκλήρυνσης
από την κορφή ως κάτω χαμηλά.
Η καρδιά κτυπά σε αργή συχνότητα
το αίμα κρυώνει
μακριά κοιτά η ματιά απλανή
Νομίζει πως δεν πόνεσε
μα το βάρος αυτό θα ακολουθεί.
Βιαστική με ανακατωμένα τα μαλλιά σκυφτή
γερμένη πάνω στη βιαστική πορεία σου.
Αέρας κίνησε την ωραιότητα σου σκλάβωσε τα δευτερόλεπτα
πάνω στο δοξάρι που βουβάθηκε αμήχανο
στα χέρια τα παγωμένα.
Ο δρόμος ακίνητος γεμάτος βοή ανάσες φως φωνές
πανό, διαμαρτυρία για τις οπές στην όραση
ένα μακρινό και φευγαλέο γεια
σαν πιθανή πιθανότητα.
Έσκισα τα βραβεία τις επιτυχίες έκρυψα τα λάθη
σα τη στρουθοκάμηλο και περιμένω να σβήσει το φεγγάρι
να στερέψει ο ουρανός από σύννεφα
και η βροχή από σταγόνες.
Γεμάτος απορία καρτερώ χωρίς κάτι πια να περιμένω.
Αλλαγές νότες ρομαντικές ποίηση Πεζό Ποιημα ποίημα Ποίημα Σκέψεις Τραγούδι